ακρησάριστος

ακρησάριστος
-η, -ο
ακοσκίνιστος: Για οικονομία κάναμε ψωμί από ακρησάριστο αλεύρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακρησάριστος — η, ο [κρησαρίζω] αυτός που δεν κοσκινίστηκε με κρησάρα*, ο ακοσκίνιστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”